Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

επεσε απ' τον

  • 1 Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι

    – Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι
    – Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή
    Из кулька в рогожку
    Бежал от волка, а попал на медведя
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι

  • 2 Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή

    – Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι
    – Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή
    Из кулька в рогожку
    Бежал от волка, а попал на медведя
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή

  • 3 ουρανός

    ο небо;

    αίθριος ουρανός ' — чистое, безоблачное небо;

    έναστρος ουρανός — звёздное небо;

    ως τον ουρανό — до неба;

    § βρίσκομαι στον έβδομο ουρανό — находиться на седьмом небе;

    επεσε απ' τον ουρανό ( — будто) с нёба свалился;

    καθάριος ( — или καθαρός) ουρανός αστραπές δε φοβάται — посл, у кого совесть чиста, тому нечего бояться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ουρανός

  • 4 χώμα

    τό
    1) земля, почва; грунт;

    έπεσε κάτω στο χώμα — он упал на землю;

    τον εκύλισε στο χώμα — он повалил его на землю;

    2) пыль;
    τα ρούχα σου είναι όλο χώματα одежда твоя вся в пыли; 3) прах;

    § τον έφαγε το μαύρο χώμα — его поглотила земля; — он умер;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χώμα

  • 5 πιπτω

         πίπτω
        (fut. πεσοῦμαι - эп.-ион. πεσέομαι, aor. 2 ἔπεσον - эп. πέσον и эол.-дор. ἔπετον, pf. πέπτωκα - поздн. πέπτηκα; part. πεπτεώς, πεπτηώς и πεπτώς, ῶτος)
        1) падать
        

    (πεδίῳ Hom.; ἐπὴ γᾷ Soph.; ἐπὴ τέν γῆν Plat.; ἐπὴ τῆς γῆς и εἰς τέν γῆν NT.; πρὸς οὖδας Eur.; ἀπ΄ οὐρανοῦ Aesch.; εἰς βόθυνον, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τῆς τραπέζης NT.)

        πέσεν ὕπτιος Hom. — он упал навзничь;
        πέσε πρηνής Hom. и ἐπὴ πρόσωπον NT. — он упал ниц;
        π. ὑπὸ ἄξοσι Hom. — падать под колеса;
        ὕπνος ἐπὴ βλεφάροισιν ἔπιπτεν Hom. — сон спустился на вежды;
        π. χαμαί Plat. NT. и π. χαμᾶζε Arph. — падать на землю, ( о словах) пропадать без пользы;
        π. μετὰ ποσσὴ γυναικός Hom. — рождаться на свет;
        π. ἐς πόντον Hes. (о созвездии) погружаться в море;
        ὕπνῳ Aesch. и εἰς ὕπνον πεσεῖν Soph. — погрузиться в сон;
        π. ἀμφὴ γόνυ τινός Eur.пасть к чьим-л. коленям

        2) бросаться, устремляться, кидаться
        

    (ἐνὴ νήεσσι Hom.; ἐπ΄ ἀλλήλοισι Hes.)

        π. περὴ ξίφει Soph. — броситься на (свой) меч;
        Βορεάο πεσόντος Hom.при поднявшемся северном ветре

        3) падать мертвым
        

    π. δορί Eur. — пасть сраженным копьем;

        π. ὑπό τινος Her., Plut.; — пасть от чьей-л. руки;
        οἱ πεπτωκότες Xen. — павшие, убитые;
        τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν Aesch. — погиб цвет персов;
        4) валиться, рушиться
        στάντες ἐς ὀρθὸν καὴ πεσόντες ὕστερον Soph. — воспрянув, а затем пав (снова);
        τὰ σκλήρ΄ ἄγαν φρονήματα πίπτει μάλιστα Soph.слишком непреклонные души особенно скоро надламываются

        5) утихать, умолкать
        πέπτωκε κομπάσματα Aesch.умолкла похвальба

        6) выпадать из (чего-л.), т.е. лишаться
        

    ἐκ θυμοῦ π. τινί Hom.лишаться чьей-л. благосклонности;

        π. ἐξ ἐλπίδων Eur. и ταῖς ἐλπίσι π. Polyb.утрачивать надежды

        7) ускользать
        

    (ἐξ ἀρκύων Aesch.; ἔξω τῶν κακῶν Arph.)

        8) впадать
        

    (εἰς ὀργήν Thuc.; τῆς ἀπειθείας NT.)

        εἰς νόσον π. Aesch. — заболеть;
        εἰς ἔρον τοῦ μαθεῖν π. Eur. — загореться любопытством;
        ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις π. Soph. — попасть глубоко в западню;
        π. ἐς δάκρυα Her.залиться слезами

        9) выпадать (на долю), складываться, случаться, оказываться
        

    κλῆρος πίπτει τινί или παρά τινα Plat. и ἐπί τινα NT.жребий выпадает кому-л., падает на кого-л.;

        εὖ πίπτουσιν κύβοι Soph. — кости выпадают хорошо, т.е. обстоятельства складываются благоприятно;
        τὰ εὖ πεσόντα Aesch. — удачи;
        πρὸς τὰ πεπτωκότα Plat. — смотря по сложившимся обстоятельствам;
        ἐν ἀλαθεία π. Pind. — оказываться верным;
        ὠτακουστεῖν, ὅκῃ πεσέεται τὰ πρήγματα Her. — напряженно выжидать, как сложатся дела

        10) совпадать, приходиться
        11) подпадать, относиться
        

    (εἰς γένη ταῦτα, ὑπὸ παραγγελίαν οὐδεμίαν Arst.)

        12) ошибаться
        

    τούτου ἐχόμενος, ἡγοῦμαι οὐκ ἄν ποτε πεσεῖν Plat. — полагаю, что, придерживаясь этого, я никогда не ошибусь

        13) пропадать, исчезать
        

    (εὐκοπώτερόν ἐστι τὸν οὐρανὸν καὴ τέν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > πιπτω

  • 6 ζέστη

    η
    1) тепло; жара, зной;

    μέρα με φοβερή ζέστη — знойный день;

    βαστάω ζέστη — сохранить тепло, согревать;

    κάνει ζέστη — жарко;

    πιάνουν οι ζέστες — начинается жара;

    έπεσε η ζέστη — жара спала;

    με τη ζέστη — при жаре, во время жары;

    2) жар, лихорадка, температура;

    τον έπιασε (τούπεσε) η ζέστη — у него начался (кончился) жар, температура подскочила (упала)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζέστη

  • 7 Απ' το κακό στο χειρότερο

    – Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι
    – Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή
    Из кулька в рогожку
    Бежал от волка, а попал на медведя
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' το κακό στο χειρότερο

См. также в других словарях:

  • Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… …   Dictionary of Greek

  • Βάλντεμαρ — (Waldemar). Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. Β. Α’, ο επιλεγόμενος Μέγας (1131 1182). Βασιλιάς της Δανίας (1157 82). Ήταν γιος του αγίου Κανούτου Λαβάρντ και της Ρωσίδας πριγκίπισσας Ίνζεμποργκ. Σε ηλικία 16 ετών αναμείχτηκε στην υπόθεση της… …   Dictionary of Greek

  • Βηθλεέμ — (αραβ. Bayt Lahm). Πόλη (24.000 κάτ. το 2002) στη δυτική όχθη του ποταμού Ιορδάνη, χτισμένη στις βόρειες πλαγιές των ορέων της Ιουδαίας, σε ύψος 685 μ., περίπου 8 χλμ. ΝΔ της Ιερουσαλήμ. Η πόλη βρίσκεται υπό αμφισβητούμενη κατοχή του ισραηλινού… …   Dictionary of Greek

  • αγκύλιο — Μικρή ασπίδα που είχε πέσει, κατά τη μυθολογία, από τον ουρανό της Ρώμης επί βασιλείας του Νουμά. Ένας χρησμός ανέφερε πως η έδρα της αυτοκρατορίας θα βρισκόταν πάντα εκεί όπου θα υπήρχε στο μέλλον αυτή η ασπίδα. Ο Νουμάς έβαλε τότε τον επιδέξιο… …   Dictionary of Greek

  • διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς …   Dictionary of Greek

  • Konstantinos Koukidis — Mahnmal für Konstantinos Koukidis Die Fla …   Deutsch Wikipedia

  • Καππώτας — Επίκληση του Δία, ο οποίος λατρευόταν στο Γύθειο με τη μορφή πέτρας που θεράπευε τους πόνους. Η ετυμολογία της επίκλησης προέρχεται από τις λέξεις κατά και παύω (ή κατά και πίπτω) και σχετίζεται με τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Σύμφωνα με μία… …   Dictionary of Greek

  • αεροπετής — ές (Α ἀεροπετής, ές) αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο ουρανοκατέβατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + πετής < πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • ποσειδωνοπετής — ές, Α αυτός που έπεσε από τον Ποσειδώνα, που προέρχεται από τον Ποσειδώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδῶν, ῶνος + πετής (< πίπτω*)] …   Dictionary of Greek

  • προαπόπτωτος — ον, Α [προαποπίπτω] αυτός που έπεσε πρώιμα («τὸν κύτταρον τὸν πιτύϊνον ὅμοιον καὶ ἀνάλογον εἶναι τοῑς προαποπτώτοις ἐρινοῑς», θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • διοπετής — διοπετής, ές (Α) 1. διιπετής, αυτός που έπεσε από τον Δία 2. (για ποταμούς) αυτός που διογκώνεται, που φουσκώνει από τα νερά τής βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διιπετής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»